καντίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καντίνα | οι | καντίνες |
γενική | της | καντίνας | των | καντινών |
αιτιατική | την | καντίνα | τις | καντίνες |
κλητική | καντίνα | καντίνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καντίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cantina
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καντίνα θηλυκό
- μικρό πρατήριο με τρόφιμα, πχ ένα κυλικείο κτηρίου, σχολείου κλπ
- αυτοκίνητο, ειδικά διαρρυθμισμένο, που σταθμεύει σε εθνικές οδούς και πουλάει τρόφιμα και αναψυκτικά
- μικρό κατάστημα με είδη καθημερινής χρήσης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
καντίνα στη Βικιπαίδεια