κανταδόρικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κανταδόρικος < κανταδόρ(ος) + -ικος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kan.daˈðo.ɾi.kos/ & /kan.taˈðo.ɾi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ντα‐δό‐ρος ή καν‐τα‐δό‐ρος
Επίθετο[επεξεργασία]
κανταδόρικος θηλυκό
- (μουσική) που έχει σχέση με τον κανταδόρο ή την καντάδα ή αναφέρεται σ' αυτά
- ※ Η πρώτη κρούση των Χειμερινών Κολυμβητών στη δισκογραφία έγινε τα τέλη του 1974, αλλά η πόρτα έμεινε κλειστή. Πολύ κανταδόρικος ο ήχος, τους είπαν. Εντελώς εκτός κλίματος εποχής (που ήθελε μεγάλες συναυλίες και επαναστατικά άσματα). (* εφημερίδα Τα Νέα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κανταδόρικα
- → δείτε τη λέξη καντάδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κανταδόρικος
|