κανταδόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κανταδόρος < (άμεσο δάνειο) βενετική cantador + -ος < λατινική canto, θαμιστικό του cano < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *keh₂n- (τραγουδώ)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kan.daˈðo.ɾos/ & /kan.taˈðo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ντα‐δό‐ρος
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καν‐τα‐δό‐ρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κανταδόρος αρσενικό
- (επάγγελμα, παρωχημένο) αυτός που τραγουδάει καντάδες
- ※ Νὰ σοῦ χαλοῦν τὸν ὕπνο σου οἱ κανταδόροι, / Τ’ αὐτιά σου ξελαρύγγωτοι ἐδὼ τενόροι·
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη καντάδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κανταδόρος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αδόρος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)