καντζελλαρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καντζελλαρία οι καντζελλαρίες
      γενική της καντζελλαρίας των καντζελλαριών
    αιτιατική την καντζελλαρία τις καντζελλαρίες
     κλητική καντζελλαρία καντζελλαρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καντζελλαρία < (άμεσο δάνειο) ιταλική cancelleria Δείτε επίσης, καγκελαρία και το μεσαιωνικό καντζελαρία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καντζελλαρία θηλυκό

  • (ιστορία, ναυτικός όρος, παρωχημένο): το διοικητήριο ελληνικής νήσου, επί τουρκοκρατίας, στο οποίο συνέρχονταν οι προύχοντες - νοικοκυραίοι και καραβοκύρηδες
    καντζελλαρίες είχαν όλα τα μεγάλα νησιά του Αιγαίου και ιδιαίτερα αυτά που διέθεταν εμπορικό στόλο, μία από τις σημαντικότερες εξ αυτών ήταν η καντζελλαρία της Σπέτζας
    ※  Εζητήσαμεν να στείλωμεν προσταγήν εις τα χωρία να συνέλθουν είς συνέλευσιν οι κάτοικοι και η καντζελλαρία έδειρε τους παρ' ημών απεσταλμένους και τους έβαλεν εις φυλακήν, λέγουσα ότι είναι έργον αυτής τούτο
    Βλ. Ιωάννης Μουτζούρη, Η αρμοστεία των νήσων του Αιγαίου Πελάγους στα χρόνια της ελληνικής επαναστάσεως, Αθήνα: Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων, Αθήνα 1984), σ. 120.
    ※  Εγώ πρε Λογίζος Νταργέντας έγραψα και έκοπιάρησα εις λόγον πρός λόγον το παρόν τεσταμέντο από την καντζελλαρία της εκκλησίας μας με ορδινιά και ορισμόν του εκλαμπροτάτου αφέντη μας επισκόπου Ανδρέα Σοφιανού.
    Βλ. συλλογικό τόμο: Μιχαήλ Αντ. Δανέζης (έκδ.), Σαντορίνη, επιμέλεια: Εμμανουήλ Λιγνός (Αθήνα 1971), σ. 138.

Συγγενικά[επεξεργασία]