καντιανός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καντιανός η καντιανή το καντιανό
      γενική του καντιανού της καντιανής του καντιανού
    αιτιατική τον καντιανό την καντιανή το καντιανό
     κλητική καντιανέ καντιανή καντιανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καντιανοί οι καντιανές τα καντιανά
      γενική των καντιανών των καντιανών των καντιανών
    αιτιατική τους καντιανούς τις καντιανές τα καντιανά
     κλητική καντιανοί καντιανές καντιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καντιανός < νεολατινική Cantianus < γερμανική Kant

Επίθετο[επεξεργασία]

καντιανός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]