καντρίλια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

ζευγάρια χορεύουν καντρίλια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καντρίλια οι καντρίλιες
      γενική της καντρίλιας
    αιτιατική την καντρίλια τις καντρίλιες
     κλητική καντρίλια καντρίλιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καντρίλια < ιταλική quadriglia

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καντρίλια θηλυκό

  1. (παρωχημένο) (χορός) είδος ευρωπαϊκού αντικριστού χορού
  2. (παρωχημένο) (μουσική) είδος μουσικής κατάλληλης γι' αυτόν τον χορό
  3. (παρωχημένο) (σπάνιο) ομάδα τεσσάρων χορευτών

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]