καντόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καντόνι | τα | καντόνια |
γενική | του | καντονιού | των | καντονιών |
αιτιατική | το | καντόνι | τα | καντόνια |
κλητική | καντόνι | καντόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καντόνι < γαλλίκο canton
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καντόνι ουδέτερο
- διοικητική διαίρεση ορισμένων κρατών (Ελβετία, Γαλλία, Λουξεμβούργο, κ.λπ.)