καολίνης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καολίνης οι καολίνες
      γενική του καολίνη των καολινών
    αιτιατική τον καολίνη τους καολίνες
     κλητική καολίνη καολίνες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Καολίνης

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καολίνης < Κάο Λινγκ (βουνό στην Κίνα) 高岭土

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καολίνης αρσενικό

  • αργιλικό ορυκτό, πλούσιο σε καολινίτη, μέρος της ομάδας βιομηχανικών ορυκτών με χημική σύνθεση Al2Si2O5(OH)4

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]