καπάρωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπάρωμα τα καπαρώματα
      γενική του καπαρώματος των καπαρωμάτων
    αιτιατική το καπάρωμα τα καπαρώματα
     κλητική καπάρωμα καπαρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καπάρωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καπάρωμα ουδέτερο

  • η απόδοση κάποιου χρηματικού ποσού σαν προκαταβολή και ταυτόχρονα σαν εγγύηση ότι ο αγοραστής θα προχωρήσει στην αγορά κάποιου αντικειμένου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]