καπάτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καπάτσα | οι | καπάτσες |
γενική | της | καπάτσας | — | |
αιτιατική | την | καπάτσα | τις | καπάτσες |
κλητική | καπάτσα | καπάτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καπάτσα < καπάτσ(ος) + -α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καπάτσα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καπάτσα
|