καπήλευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καπήλευση | οι | καπηλεύσεις |
γενική | της | καπήλευσης* | των | καπηλεύσεων |
αιτιατική | την | καπήλευση | τις | καπηλεύσεις |
κλητική | καπήλευση | καπηλεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καπηλεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καπήλευση < καπηλεύομαι + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καπήλευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καπηλεύομαι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καπήλευση
|