καπίστρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καπίστρωμα < καπιστρώνω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καπίστρωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καπιστρώνω
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καπίστρωμα
|