καπελάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καπελάρισμα < καπελάρω + -ισμα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική capelage)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καπελάρισμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καπελάρω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Capelage στη γαλλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)