καπελού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καπελού οι καπελούδες
      γενική της καπελούς των καπελούδων
    αιτιατική την καπελού τις καπελούδες
     κλητική καπελού καπελούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καπελού < καπελ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.peˈlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐πε‐λού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καπελού θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καπελάς