καπετάνιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καπετάνιος | οι | καπετάνιοι & καπεταναίοι |
γενική | του | καπετάνιου | των | καπετάνιων & καπεταναίων |
αιτιατική | τον | καπετάνιο | τους | καπετάνιους & καπεταναίους |
κλητική | καπετάνιο & καπετάνιε |
καπετάνιοι & καπεταναίοι | ||
Ο βʹ πληθυντικός -αίοι, κυρίως για τη σημασία: "οπλαρχηγοί" | ||||
Κατηγορία όπως «καπετάνιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καπετάνιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καπετάνιος / καπετάνος < βενετική capetanio / capetano < μεσαιωνική λατινική capitaneus ("επικεφαλής") < λατινική caput ("κεφάλι"). Παρετυμολογήθηκε προς τις λέξεις κατά + επάνω από τον νεότερο όρο κατεπάνω για το βυζαντινό τίτλο του καπετάνιου (δείτε κατεπανίκιον και το μεσαιωνικό επίρρημα κατεπάνω)[1] Επίσης δείτε καπετάν.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.peˈta.ɲos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καπετάνιος αρσενικό (θηλυκό: καπετάνισσα)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- καπετάν, καπτάν
- και δείτε τη μεσαιωνική καπετάνιος
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται: στις δυσκολίες αποδεικνύεται η ικανότητα κάποιου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καπετάνιος
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καπετάνιος / καπετάνος < (άμεσο δάνειο) βενετική capetanio / capetano < μεσαιωνική λατινική capitaneus ("επικεφαλής") < λατινική caput ("κεφάλι"). Δείτε και καπετάν. Διαφορετική η ετυμολογία του επιρρήματος κατεπάνω.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καπετάνιος αρσενικό (πληθυντικός: καπεταναίοι
- αρχηγός, επικεφαλής
- διοικητής περιοχής
- αρχηγός στρατού ξηράς, στρατηγός, αρχιστράτηγος
- αρχηγός στόλου, ναύαρχος
- αξιωματούχος, βαθμοφόρος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Με πληθυντικό: καπεταναῖοι
Με πληθυντικό: καπιταναῖοι
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- καπετάνιος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καπετάνιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)