καπηλευτείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
καπηλευτείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καπηλεύομαι
- θα καπηλευτείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καπηλεύομαι