καπιστρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καπιστρώνω < καπίστρι + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

καπιστρώνω (παθητική φωνή: καπιστρώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) τοποθετώ καπίστρι σε άλογο ή άλλο υποζύγιο
  2. (μεταφορικά) περιορίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]