καπιτονάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καπιτονάρω < καπιτον(έ) + -άρω
Ρήμα[επεξεργασία]
καπιτονάρω (παθητική φωνή: καπιτονάρομαι)
καπιτονάρω (παθητική φωνή: καπιτονάρομαι)