καπνίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Καπνίση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

καπνίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καπνίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καπνίζω
  3. θα καπνίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καπνίζω