καπνεργάτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καπνεργάτισσα < καπνεργάτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καπνεργάτισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του καπνεργάτης
- ※ Όσες φορές και να αναφερθεί η Καβάλα ως το μεγαλύτερο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο της Ανατολικής Μακεδονίας ή ως το σημαντικότερο λιμάνι της, όσες φορές και να εξαρθεί για το αμφιθεατρικό της χτίσιμο στις υπώρειες υψωμάτων που αποτελούν τη βορειοανατολική προέκταση του όρους Σύμβολο στον μυχό ενός μικρού κόλπου, θα μένει πάντα χαρακτηρισμένη, για όσους τουλάχιστον «ξέρουν», από τη σελίδα ενός δεκαεπτάχρονου αγοριού που απευθύνεται στην καπνεργάτισσα μάνα του προτού το πάνε για εκτέλεση. (*)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καπνεργάτισσα
|