καπνεργατικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | καπνεργατικά | ||
γενική | των | καπνεργατικών | ||
αιτιατική | τα | καπνεργατικά | ||
κλητική | καπνεργατικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
καπνεργατικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καπνεργατικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καπνεργατικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καπνεργατικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
καπνεργατικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καπνεργατικό