καπνικόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καπνικόν | τα | καπνικά |
γενική | του | καπνικού | των | καπνικών |
αιτιατική | το | καπνικόν | τα | καπνικά |
κλητική | καπνικόν | καπνικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καπνικόν < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική καπνικόν < αρχαία ελληνική καπνός (από τoν καπνό που έβγαινε από την εστία κάθε κατοικίας ή νοικοκυριού)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καπνικόν ουδέτερο
- ιστορία, οικονομία) ειδικός φόρος στο Βυζάντιο -βάραινε κάθε νοικοκυριό και ενίοτε και ιδρύματα, αλλά πιθανόν να αφορούσε κυρίως αγροτικά νοικοκυριά και όχι αστικά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- καπνικάριος
- → δείτε τη λέξη καπνός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καπνικόν
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- καπνικόν - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)