καπνιστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία].
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καπνιστός < καπνίζω
Επίθετο
[επεξεργασία]καπνιστός,ή,ό
- που τον έχουν καπνίσει, που έχει υπσοτεί επεξεργασία ή έχει τρόπον τινά μαγειρευτεί με κάπνισμα, συνήθως για τρόφιμο
- καπνιστός σολομός, καπνιστό χοιρινό, καπνιστές ρέγγες