καπνοβόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καπνοβόρος < καπνός + -ο- + -βόρος (< αρχαία ελληνική βιβρώσκω)
Επίθετο[επεξεργασία]
καπνοβόρος
- που απορροφά τον καπνό που βγαίνει από κάποια πηγή
- που εμποδίζει τον σχηματισμό καπνού
- (ουσιαστικοποιημένο) συσκευή ή κατασκευή που συμβάλλει στην τέλεια καύση της καύσιμης ύλης
- ≈ συνώνυμα: καπνοκαύστης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καπνοβόρος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -βόρος (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)