καπνοκαλλιεργητής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καπνοκαλλιεργητής < καπνο- + καλλιεργητής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καπνοκαλλιεργητής αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καπνοκαλλιεργητής
|
|