καπνούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καπνούρα | οι | καπνούρες |
γενική | της | καπνούρας | — | |
αιτιατική | την | καπνούρα | τις | καπνούρες |
κλητική | καπνούρα | καπνούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καπνούρα < καπν(ός) + μεγεθυντικό επίθημα -ούρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καπνούρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) πυκνά σύννεφα καπνού στην ατμόσφαιρα
- ※ Το λιτρουβιό άλεθε. Δυο φωτιές μαύρες εφέγγαν αδύνατα στην καπνούρα που ανάδινε η στια.
- Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Ακόμα;, 1904
- ※ Το λιτρουβιό άλεθε. Δυο φωτιές μαύρες εφέγγαν αδύνατα στην καπνούρα που ανάδινε η στια.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καπνούρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με μεγεθυντικό επίθημα -ούρα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)