καπτάν-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καπτάν- < καπετάν

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈptan/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καπτάν- αρσενικό άκλιτο

  1. άκλιτο προτακτικό σε παρατακτικά σύνθετα, καπετάν
    είσαι ο καπτάν-φασαρίας της τάξης!
  2. ως απλό προτακτικό, → δείτε καπτάν
    καπτάν Γιώργης

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]