καπτάν-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καπτάν- < καπετάν
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καπτάν- αρσενικό άκλιτο
- άκλιτο προτακτικό σε παρατακτικά σύνθετα, καπετάν
- είσαι ο καπτάν-φασαρίας της τάξης!
- ως απλό προτακτικό, → δείτε καπτάν
- καπτάν Γιώργης
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Για τη χρήση του ενωτικού, δείτε Σημειώσεις.