καράβλαχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈɾa.vla.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρά‐βλα‐χος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καράβλαχος αρσενικό
- (μειωτικό) άνθρωπος άξεστος ή/και αγροίκος, ο οποίος προέρχεται από περιοχή κτηνοτρόφων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κουτσόβλαχος (Αρμάνος)
- αρβανιτόβλαχος (Ρεμένος)
- αρβαντόβλαχος (ιδιωματικό)