καράμπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. τεκμηρίωσης των σημειώσειων και του ορισμού. sarri.greek (συζήτηση) 19:15, 6 Αυγούστου 2019 (UTC).


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καράμπα < (άμεσο δάνειο) ισπανική caramba (επιφώνημα έκπληξης), ευφημισμός του carajo, άγνωστης ετυμολογίας. Μία από τις πολλές υποθέσεις τη συσχετίζει με την αρχαία ελληνική χάραξ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καράμπα θηλυκό άκλιτο
  • εμφάνιση με κορδέλες στα μαλλιά (Χρειάζεται τεκμηρίωση)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  1. πολλές φορές εκλαμβάνεται λανθασμένα ως είδος χορού ή φιγούρας από την έκφραση σάμπα με καράμπα
  2. πιθανολογείται η ετυμολογία να προέρχεται από την ελληνική λέξη "χάρακας", ή από την αναφώνηση άι καράμπα! (= γεια σου καρατζόβα (ισπανικά carajo} (Χρειάζεται τεκμηρίωση)
  3. φράση που χρησιμοποιούσε όταν ένιωθε έκπληξη για κάτι κακό που συνέβη ο Πεπίτο (Μεξικανός ήρωας των παλιών περιοδικών "Μικρός Σερίφης" & "Μικρός κάου-μπόυ"). Η μετάφραση έγραφε δίπλα στην λέξη όπου αυτή αναφερόταν μέσα σε παρένθεση "κατάρα".
  4. στενόμακρο ξύλινο δοχείο, σε σχήμα ανοιχτού σωλήνα που από τη μια του πλευρά είναι στενότερο κι από την άλλη φαρδύτερο, στο οποίο (π.χ. στη Δυτική Φθιώτιδα), "χτυπιέται" με χειροκίνητο τρόπο το κατσικίσιο γάλα για να βγει το βούτυρο. Το γάλα που απομένει μετά το διαχωρισμό του από το βούτυρο, είναι το γνωστό ξινόγαλα