καρέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική carré[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρέ ουδέτερο άκλιτο
- στιγμιότυπο από κινηματογραφική ταινία ή κινούμενα σχέδια
- τμήματα σελίδας κόμικς όπου φαίνεται μια σκηνή
- ομάδα τεσσάρων ατόμων που παίζουν σε ένα χαρτοπαίγνιο
- (ποδόσφαιρο) η μικρή ή η μεγάλη περιοχή
- είδος εργόχειρου, κεντητού ή πλεκτού (με βελονάκι), τετράγωνου, σε αντίθεση με το σεμέν, που χρησιμοποιείται για τα υπόλοιπα σχήματα (οβάλ, παραλληλόγραμμο κλπ.)
- είδος κουρέματος των μαλλιών
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- συμπληρώθηκε το καρέ: ήρθε και ο τελευταίος που περιμέναμε
Παράγωγα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- στο ποδόσφαιρο συνήθως χρησιμοποιείται στον πληθυντικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ καρέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας