καρέκλες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

καρέκλες

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • ως νεανική αργκό, στον πληθυντικό, με τη λέξη καρέκλες εννοούνται τα κομμάτια και τα τραγούδια της μουσικής ντίσκο, κατά συνέπεια αυτό το είδος μουσικής γενικά
    δεν πηγαίνω ποτέ σε αυτό το μπαρ, διότι δεν μπορώ να ακούω καρέκλες
    → και δείτε τη λέξη καρεκλάδικα