καρίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καρίνα | οι | καρίνες |
γενική | της | καρίνας | — | |
αιτιατική | την | καρίνα | τις | καρίνες |
κλητική | καρίνα | καρίνες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρίνα < μεσαιωνική ελληνική καρίνα < λατινική carina < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱerh₂-
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρίνα θηλυκό
- (ναυπηγικός όρος) το κατώτερο τμήμα του σκελετού ενός πλοίου ή μιας βάρκας, που εκτείνεται από την πλώρη ως την πρύμνη· αποτελείται από ένα ή από περισσότερα ξύλινα ή σιδερένια δοκάρια και λειτουργεί ως αντίβαρο για την καλύτερη ισορροπία και πλεύση του σκάφους
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ναυπηγικοί όροι (νέα ελληνικά)