Μετάβαση στο περιεχόμενο

καρίπης

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Καρίπης

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρίπης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική غریب (garib, ξένος, περίεργος) (τουρκική garip) < αραβική غَرِيب (ġarīb, ξένος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καρίπης αρσενικό