Μετάβαση στο περιεχόμενο

καραβανσεράι

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καραβανσεράι τα καραβανσεράγια
      γενική του καραβανσεραγιού των καραβανσεραγιών
    αιτιατική το καραβανσεράι τα καραβανσεράγια
     κλητική καραβανσεράι καραβανσεράγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καραβανσεράι < τουρκική karavanseray[1] < περσική کاروانسرای (kârvânserây)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καραβανσεράι ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]