καραμελώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

καραμελώνομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη καραμέλα