καραμελώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
καραμελώνομαι
- (προφορικό) παθητική φωνή του ρήματος καραμελώνω
- ↪ η ζάχαρη καραμελώνεται (από το διαδίκτυο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη καραμέλα