καραμπουζουκλής
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | καραμπουζουκλής | καραμπουζουκλήδες |
γενική | καραμπουζουκλή | καραμπουζουκλήδων |
αιτιατική | καραμπουζουκλή | καραμπουζουκλήδες |
κλητική | καραμπουζουκλή | καραμπουζουκλήδες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καραμπουζουκλής < ίσως τουρκική karabıyıklı < καρα- < kara + bıyık (μουστάκι) + (-λής) < -li[1] (που έχει μαύρο μουστάκι και (κατ’ επέκταση) είναι ανδροπρεπής)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καραμπουζουκλής αρσενικό
- (οικείο) φιλική προσφώνηση με θετικές ή ειρωνικές συνδηλώσεις (πβ. μάγκας, τσίφτης)
- καλώς τον Λάμπρο τον μάγκα και καραμπουζουκλή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καραμπουζουκλής
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.