καραμπόλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καραμπόλα | οι | καραμπόλες |
γενική | της | καραμπόλας | — | |
αιτιατική | την | καραμπόλα | τις | καραμπόλες |
κλητική | καραμπόλα | καραμπόλες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ɾam.ˈbɔ.la/
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
καραμπόλα θηλυκό
- η σύγκρουση πολλών οχημάτων με το ένα να προσκρούει πάνω το άλλο
- επιτυχημένο χτύπημα μπάλας στο μπιλιάρδο, που πραγματοποιείται όταν ο παίκτης με μία κίνηση χτυπάει τις δύο άλλες μπάλες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- καραμπόλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
καραμπόλα θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φρούτο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Φρούτα (νέα ελληνικά)