καρβονικό οξύ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρβονικό οξύ < γαλλική carbonique
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
καρβονικό οξύ ουδέτερο
- (χημεία) οποιοδήποτε οργανικό οξύ που οφείλει τις όξινες ιδιότητές του στο ότι στο μόριό του περιέχονται μία ή περισσότερες ομάδες καρβοξυλίου (-COOH). Αν στο μόριο υπάρχει μιά μόνο ομάδα, το οξύ ονομάζεται μονοκαρβονικό, αν υπάρχουν περισσότερες της μιας τέτοιες ομάδες, το οξύ ονομάζεται δικαρβονικό, τρικαρβονικό κ.λπ. ή, γενικότερα, πολυκαρβονικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρβονικό οξύ