καρβουνίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρβουνίζω < κάρβουνο + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

καρβουνίζω[1]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]