καρβουνιάρικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρβουνιάρικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καρβουνιάρικος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaɾ.vuˈɲa.ɾi.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐βου‐νιά‐ρι‐κο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρβουνιάρικο ουδέτερο
- (οικείο) κατάστημα που πουλάει κάρβουνα
- άλλες μορφές: καρβουνάδικο
- ≈ συνώνυμα: καρβουνοπωλείο
- (οικείο, ναυτικός όρος) πλοίο με το οποίο μεταφέρονται κάρβουνα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Καρβουνιάρικα (τοπωνύμιο)
- → και δείτε τη λέξη κάρβουνο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρβουνιάρικο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
καρβουνιάρικο
- αιτιατική ενικού του καρβουνιάρικος (αρσενικό)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του καρβουνιάρικος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)