καρβύνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρβύνιο < αγγλική carbyne < carbon < γαλλικά carbone < λατινικά carbo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ker (καίω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρβύνιο ουδέτερο
- (νεολογισμός) (χημεία) υλικό που αποτελείται από αλυσίδες άνθρακα που συνδέονται εναλλάξ με διπλούς και τριπλούς δεσμούς
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κάρβουνο