καργάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καργάρω < κάργα (επίρρημα)

Ρήμα[επεξεργασία]

καργάρω

  1. γεμίζω κάτι τελείως
  2. τεντώνω κάτι τελείως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]