καρδάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καρδάρι | τα | καρδάρια |
γενική | του | καρδαριού | των | καρδαριών |
αιτιατική | το | καρδάρι | τα | καρδάρια |
κλητική | καρδάρι | καρδάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρδάρι < μεσαιωνική ελληνική καρδάρι < αρωμουνική kardare < μεσαιωνική λατινική caldarium < υστερολατινική caldaria < λατινική caldo < caldus < calidus < caleo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱal(w)e- (ζεστός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρδάρι ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρδάρι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρωμουνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)