καρδιογνώστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρδιογνώστρια < καρδιογνώστης + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρδιογνώστρια θηλυκό
- θηλυκό του καρδιογνώστης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρδιογνώστρια
|