καρδιογράφημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρδιογράφημα < λόγιο ενδογενές δάνειο: cardiogram < αρχαία ελληνική καρδία + γράφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρδιογράφημα ουδέτερο
- (καρδιολογία, ιατρική) γραφική απεικόνιση της λειτουργίας της καρδιάς, που συμβάλλει στην διάγνωση καρδιακών δυσλειτουργιών
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις καρδιογράφος, καρδιά και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρδιογράφημα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Καρδιολογία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)