καρδιοκλέφτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρδιοκλέφτης αρσενικό (θηλυκό: καρδιοκλέφτρα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρδιοκλέφτης