καρδιοσωσμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

χρειάζεται παράθεμα


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρδιοσωσμός οι καρδιοσωσμοί
      γενική του καρδιοσωσμού των καρδιοσωσμών
    αιτιατική τον καρδιοσωσμό τους καρδιοσωσμούς
     κλητική καρδιοσωσμέ καρδιοσωσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρδιοσωσμός < καρδιο- + σωσμός > σώνω, σωσ- -μός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kar.ði̯o.soˈzmos/ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρ‐δι‐ο‐σω‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρδιοσωσμός αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]