καρδιοτοκογράφημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρδιοτοκογράφημα τα καρδιοτοκογραφήματα
      γενική του καρδιοτοκογραφήματος των καρδιοτοκογραφημάτων
    αιτιατική το καρδιοτοκογράφημα τα καρδιοτοκογραφήματα
     κλητική καρδιοτοκογράφημα καρδιοτοκογραφήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρδιοτοκογράφημα < καρδία + τόκ- (τοκετός) + γράφημα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaɾ.ði.oˈɣɾa.fi.ma/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρδιοτοκογράφημα ουδέτερο

  • ιατρική εξέταση που καταγράφει τη δραστηριότητα του εμβρύου και τη διακύμανση του ρυθμού της καρδιάς του, σε συνδυασμό με την καταγραφή της δραστηριότη­τας της μήτρας στην εκάστοτε χρονική περίοδο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]