καρδιοχειρουργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρδιοχειρουργικός < καρδιοχειρουργός / καρδιοχειρούργος + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
καρδιοχειρουργικός
- που έχει σχέση με τον καρδιοχειρούργο ή την καρδιοχειρουργική ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις καρδιοχειρουργός, καρδιά, χειρουργός, χέρι και έργο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρδιοχειρουργικός
|