καριερίστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καριερίστα | οι | καριερίστες |
γενική | της | καριερίστας | — | |
αιτιατική | την | καριερίστα | τις | καριερίστες |
κλητική | καριερίστα | καριερίστες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καριερίστα < καριερίστας + -ίστα[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καριερίστα θηλυκό
- θηλυκό του καριερίστας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καριερίστα
- ↑ καριερίστας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας